- παντορέκτης
- (I)και παντορέκτης, ὁ, Ααυτός που είναι ικανός να πράξει τα πάντα («οὐ θέλω συνοικεῑν Ἔρωτι παντορέκτα», Ανακρεόντ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)-* + ῥέκτης «δραστήριος» (< ῥέζω «πράττω»), πρβλ. κακο-ρρέκτης].————————(II)ὁ, Ααυτός που επιθυμεί τα πάντα, άπληστος.[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)-* + ὀρέγω (πρβλ. κακ-ορέκτης)].
Dictionary of Greek. 2013.