παντορέκτης

παντορέκτης
(I)
και παντορέκτης, ὁ, Α
αυτός που είναι ικανός να πράξει τα πάντα («οὐ θέλω συνοικεῑν Ἔρωτι παντορέκτα», Ανακρεόντ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)-* + ῥέκτης «δραστήριος» (< ῥέζω «πράττω»), πρβλ. κακο-ρρέκτης].
————————
(II)
ὁ, Α
αυτός που επιθυμεί τα πάντα, άπληστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παντ(ο)-* + ὀρέγω (πρβλ. κακ-ορέκτης)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • παντορέκται — παντορέκτης all desiring masc nom/voc pl παντορέκτᾱͅ , παντορέκτης all desiring masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντορέκτην — παντορέκτης all desiring masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντορέκτα — παντορέκτᾱ , παντορέκτης all desiring masc nom/voc/acc dual παντορέκτης all desiring masc voc sg παντορέκτᾱ , παντορέκτης all desiring masc gen sg (doric aeolic) παντορέκτης all desiring masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… …   Dictionary of Greek

  • παντορέκτας — παντορέκτᾱς , παντορέκτης all desiring masc acc pl παντορέκτᾱς , παντορέκτης all desiring masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”